τριακυλογλυκερόλη

τριακυλογλυκερόλη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι τριακυλογλυκερόλες
(βιοχ.) άλλη ονομασία τών τριγλυκεριδίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”